- δεντροφυτεύω
- δεντροφυτεύω, δεντροφύτεψα βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δεντροφυτεύω — ευσα, δεντροφυτεμένος, φυτεύω δέντρα: Οι γύρω λόφοι δεντροφυτεύτηκαν πρόσφατα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασώνω — [δάσος] Ι. 1. δεντροφυτεύω μια περιοχή ώστε να γίνει δάσος 2. (για τόπο) γίνομαι δασώδης, γεμίζω θάμνους («έμεινε χέρσο το χωράφι και δάσωσε») 3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα («δάσωσε η τριανταφυλλιά») 4. φρ. «σαν βάτος να δασώσει… … Dictionary of Greek
δενδροφυτεύω — δενδροφυτεύω, δενδροφύτευσα βλ. πίν. 19 και πρβλ. δεντροφυτεύω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής